- μαγγανικός
- -ή, -ό (AM μαγγανικός, -ή, -όν) μαγγανευτικόςνεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο μαγγάνιο ή αυτός που περιέχει μαγγάνιο («μαγγανικό άλας)μσν.1. το ουδ. ως ουσ. τὰ μαγγανικάτα μάγγανα2. φρ. «μαγγανικὸν ξύλον» ή, απλώς, «μαγγανικόν» — πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ.-μσν. τ. < μάγγανον. Ο νεοελλ. τ. < μαγγάνιο. Ο νεοελλ. τ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.